Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

an awkward attempt at lyric writing.

τα πάθη άλλων φορτωθήκαν
αυτά βρήκαν και δεθήκαν
σιγουριά ψάχνοντας να βρούνε
άκου τους, αγκομαχούνε και δεν ξέρουν πού να πάνε
στα μάτια σε κοιτάνε και βοήθεια ζητ'ανε
δωσ' τους ψωμί λίγο να φάνε
δες τα παιδιά τους πώς πονάνε
ενώ οι ξένοι τα χτυπάνε, αλύπητα
και οι ευχές τους μένουν στα αζήτητα
παίρνουνε ουσίες που θα τους γιατρέψουν με ταχύτητα
αδύναμα να κοιτάξουν μπροστά
οι ψυχές τους παραμένουν πάντα στα ίδια κλουβιά
τα όνειρα τούς πήρανε
το μυαλό τους διαφθείρανε
και την καρδιά τους σύρανε
πάνω από δρόμος απο άσφαλτο
περιμένοντας τάχα αγωνιωδώς τον γιο τον άσωτο
με υποσχέσεις τον δελεάζουνε
για να τον προσελκύσουν, και μετά τον σφάζουνε
το κρέας του καταβροχθίζουνε
τα κόκκαλα πετάνε στα παιδιά που βρίζουνε
γκρεμίζοντας τα όνειρα που εκείνα χτίζουνε
μα εμένα όλα αυτά δε με αγγίζουνε
συνηθισμένη στην αδιαφορία, ξέχασα κι εγώ
πώς είναι να νιώθω, πώς είναι να ζω
να νοιάζομαι για τον άλλον χωρίς κάποιο σκοπό
χωρίς κάποιο όφελος προσωπικό να υπηρετώ
και πώς άραγε να 'ναι συνεχώς να πολεμώ
προσπαθώντας έναν κόσμο πιο δίκαιο να βρω
να αράξω εκεί για λίγο, να ηρεμήσει το μυαλό
η καρδιά μου ν' αλαφράνει, κι ύστερα έξω να βγω
να μπορέσω εγώ η ίδια με τα μάτια μου να δω
πως όσο καιρό μου λέγανε ποιο είναι το σωστό
μες στου ψέμματος το κρύο μ' αφήναν να λιμοκτονώ

to be started...
at some point.
I suppose, I don't know. whatever. never mind.