Βαδίζει στο δρόμο.
Τα μαλλιά του μαύρα, στιλπνά, παγιδευμένα κάτω από το καινούργιο του κράνος.
Η στολή του φρεσκοπλυμένη, με έντονο το άρωμα του μαλακτικού και της φροντίδας κάποιας μητέρας.
Τα παπούτσια του μαύρα, γυαλιστερά, χωρίς ίχνος σκόνης ή χώματος.
Μπαίνει μέσα.
Διαλέγει την πλαστική του ασπίδα -άφθαρτη, χωρίς ούτε μια γρατζουνιά στην πλαστική επιφάνεια. Ανέγγιχτη.
Διαλέγει το ρόπαλό του -άφθαρτο κι αυτό.
Βγαίνει έξω. Ακολουθεί τους υπόλοιπους.
Φτάνουν σε μια πλατεία.
Τι γίνεται; Γιατί φωνάζουν όλοι; Γιατί τόση φασαρία; Ποια η αφορμή;
Δεν ξέρει.
Ξαφνικά, όλα αλλάζουν.
Το πλήθος στρέφεται προς το μέρος τους.
Γιατί τρέχουν; Γιατί κρατάνε πέτρες;
Δεν ξέρει.
Ορμάει μαζί με τους άλλους.
Γιατί ορμάνε;
Δεν ξέρει. Δεν τον νοιάζει.
Φασαρία παντού -φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά. Δεν μπορεί να ακούσει τίποτα άλλο.
Κάτι κόκκινο -τον τυφλώνει.
Μυρωδιά οικεία. Υφή γνώριμη.
Αίμα;
Όχι, δεν κάνουμε κάτι κακό.
Δεν πληγώνουμε κανέναν.
Παλεύουμε για να σώσουμε τη χώρα μας!
Γιατί είναι ξαπλωμένος; Γιατί δε μιλάει;
Μα δε φταίω εγώ.
Οι άλλοι μου είπανε.
Δεν ήξερα (δε με ένοιαζε).
Ο νεαρός συνεχίζει να κείτεται στο χώμα.
Νεκρός;
Δεν μπορεί. Δεν πρέπει. Δε φταίω εγώ!
20 χρονών.
Δύο νεαροί.
Ο ένας στο χώμα, μια πέτρα ακόμα σφιχτά κλεισμένη στο άψυχο χέρι του.
Ο άλλος όρθιος, αρματωμένος με ασπίδα και ρόπαλο.
Κοιτάζει την ασπίδα του. Κοιτάζει το ρόπαλό του.
Και εκεί, μέσα στον κόσμο, πέφτει στα γόνατα.
Κλαίει.
(September 2009)
Τα μαλλιά του μαύρα, στιλπνά, παγιδευμένα κάτω από το καινούργιο του κράνος.
Η στολή του φρεσκοπλυμένη, με έντονο το άρωμα του μαλακτικού και της φροντίδας κάποιας μητέρας.
Τα παπούτσια του μαύρα, γυαλιστερά, χωρίς ίχνος σκόνης ή χώματος.
Μπαίνει μέσα.
Διαλέγει την πλαστική του ασπίδα -άφθαρτη, χωρίς ούτε μια γρατζουνιά στην πλαστική επιφάνεια. Ανέγγιχτη.
Διαλέγει το ρόπαλό του -άφθαρτο κι αυτό.
Βγαίνει έξω. Ακολουθεί τους υπόλοιπους.
Φτάνουν σε μια πλατεία.
Τι γίνεται; Γιατί φωνάζουν όλοι; Γιατί τόση φασαρία; Ποια η αφορμή;
Δεν ξέρει.
Ξαφνικά, όλα αλλάζουν.
Το πλήθος στρέφεται προς το μέρος τους.
Γιατί τρέχουν; Γιατί κρατάνε πέτρες;
Δεν ξέρει.
Ορμάει μαζί με τους άλλους.
Γιατί ορμάνε;
Δεν ξέρει. Δεν τον νοιάζει.
Φασαρία παντού -φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά. Δεν μπορεί να ακούσει τίποτα άλλο.
Κάτι κόκκινο -τον τυφλώνει.
Μυρωδιά οικεία. Υφή γνώριμη.
Αίμα;
Όχι, δεν κάνουμε κάτι κακό.
Δεν πληγώνουμε κανέναν.
Παλεύουμε για να σώσουμε τη χώρα μας!
Γιατί είναι ξαπλωμένος; Γιατί δε μιλάει;
Μα δε φταίω εγώ.
Οι άλλοι μου είπανε.
Δεν ήξερα (δε με ένοιαζε).
Ο νεαρός συνεχίζει να κείτεται στο χώμα.
Νεκρός;
Δεν μπορεί. Δεν πρέπει. Δε φταίω εγώ!
20 χρονών.
Δύο νεαροί.
Ο ένας στο χώμα, μια πέτρα ακόμα σφιχτά κλεισμένη στο άψυχο χέρι του.
Ο άλλος όρθιος, αρματωμένος με ασπίδα και ρόπαλο.
Κοιτάζει την ασπίδα του. Κοιτάζει το ρόπαλό του.
Και εκεί, μέσα στον κόσμο, πέφτει στα γόνατα.
Κλαίει.
(September 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου